- αναξιοπαθώ
- (ε) αμετ. незаслуженно терпеть лишения, незаслуженно страдать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναξιοπαθώ — ( έω) (Α ἀναξιοπαθῶ) [αρχ. αμάρτ. τύπος ἀναξιοπαθής] δεινοπαθώ άδικα, χωρίς να φταίω αρχ. αγανακτώ επειδή δεινοπαθώ άδικα … Dictionary of Greek
ἀναξιοπαθῶ — ἀναξιοπαθέω to be indignant at unworthy treatment pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναξιοπαθέω to be indignant at unworthy treatment pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)